θήλαστρο

θήλαστρο
το
ρωγοβύζι, μπιμπερό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θήλαστρο — το [θηλάζω] μικρή συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η τεχνητή γαλούχηση τού βρέφους, μπιμπερό …   Dictionary of Greek

  • γαλακτοφόρος — ο (AM γαλακτοφόρος, ον) 1. (για μητέρα ή τροφό ή θηλυκό ζώο) αυτή που παράγει γάλα 2. (για ουσίες ή τροφές) ο γαλακταγωγός νεοελλ. 1. το ουδ. εν. ως ουσ. α) γαλακτοφόρο, το κύτταρο ή σύμπλεγμα κυττάρων που συνδέονται μεταξύ τους και περιέχουν… …   Dictionary of Greek

  • γαλαντλία — η 1. ειδικό θήλαστρο με το οποίο γίνεται αναρρόφηση τού γάλακτος από τους μαστούς, κυρίως όταν πάσχουν από ραγάδες τής θηλής 2. όργανο για το άρμεγμα τών αγελάδων …   Dictionary of Greek

  • εκμυζητήρας — ο το θήλαστρο …   Dictionary of Greek

  • θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • μπιμπερό — το γυάλινη ή πλαστική φιάλη με θήλαστρο η οποία χρησιμοποιείται για τον θηλασμό τών βρεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. biberon < λατ. bibo, bibĕre «πίνω»] …   Dictionary of Greek

  • παιδοτρόφιον — παιδοτρόφιον, τὸ (Α) [παιδοτρόφος] το θήλαστρο …   Dictionary of Greek

  • ρωγοβύζι — το, Ν 1. θηλή από ελαστικό που τοποθετείται στο στόμιο μικρής φιάλης η οποία περιέχει γάλα, αλλ. θήλαστρο, πιπίλα 2. (κατ επέκτ.) η φιάλη η οποία έχει στο στόμιό της την παραπάνω θηλή, αλλ. μπιμπερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρώγα + βυζί] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ερέτριας — Στη σημερινή του μορφή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991 (Ίσιδος & Αρχαίου Θεάτρου). Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην Ερέτρια και στην ευρύτερη περιοχή, από τη νεολιθική εποχή έως τα πρώτα χρόνια …   Dictionary of Greek

  • μπιμπερό — το άκλ. (λ. γαλλ.), όργανο με το οποίο τα μωρά θηλάζουν ξένο γάλα, το θήλαστρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”